- μισότρελος
- -η, -οσχεδόν τρελός: Οι φωνές του δείχνουν ότι είναι μισότρελος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μισότρελος — η, ο σχεδόν τρελός, μισοπάλαβος … Dictionary of Greek
ετερεγκεφαλώ — ἑτερεγκεφαλῶ, άω ή έω (Α) το μισό τού εγκεφάλου μου δεν λειτουργεί κανονικά, είμαι μισότρελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + εγκέφαλος] … Dictionary of Greek
ηλάσκω — ἠλάσκω (AM) (επικ. τ. τού ρ. αλαίνω ή αλώμαι περιπλανώμαι, περιφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό τού αλώμαι (θ. αλά + παρέκταση σκ ), η μακρότητα όμως τού αρχικού φωνήεντος η είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία… … Dictionary of Greek
ημιμανής — ἡμιμανής, ές (Α) 1. μισότρελος 2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, εκ μανής] … Dictionary of Greek
ημιπαράφρων — ον εν μέρει παράφρων, μισότρελος, σχεδόν φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παράφρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ιω. Κ. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
μεσοξετρουμισμένος — η, ο σχεδόν τρελός από τον τρόμο, μισότρελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ξετρουμίζω «τρομάζω»] … Dictionary of Greek
μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… … Dictionary of Greek
μισαφορμάρης — μισαφορμάρης, ὁ (Μ) σχεδόν τρελός, μισοπάλαβος, μισότρελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο)* + αφορμάρης «ανόητος, τρελός» (< αφορμή + κατάλ. άρης)] … Dictionary of Greek
μισοπάλαβος — η, ο σχεδόν παλαβός, μισότρελος … Dictionary of Greek
τρελούτσικος — η, ο (κυριολ. και μτφ.), λιγάκι τρελός, μισότρελος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)